- ποζάτος
- -η, -ο, Ν [πόζα]αυτός που παίρνει πόζα, που κάθεται ή περπατάει επιτηδευμένα σαν να ποζάρει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποζάτος — η, ο αυτός που παίρνει πόζα: Μπήκε στο κατάστημα ποζάτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)